- μπουρλότο
- τό1) мор. брандер; 2) фитиль;
βάζω μπουρλότο — поджигать, устраивать поджог;
§ γίνομαι μπουρλότο — приходить в йрость;
τον κάνω μπουρλότο — приводить кого-л. в ярость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βάζω μπουρλότο — поджигать, устраивать поджог;
§ γίνομαι μπουρλότο — приходить в йрость;
τον κάνω μπουρλότο — приводить кого-л. в ярость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπουρλότο — το 1. πυρπολικό πλοίο 2. φρ. α) «έγινα μπουρλότο» άναψα από τον θυμό μου εξοργίστηκα β) «βάζω μπουρλότο» ανάβω φωτιά, κάνω εμπρησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. burloto < ιταλ. brulotto «πυρπολικό πλοίο» < γαλλ. brulot < bruler «καίω»] … Dictionary of Greek
μπουρλότο — το (λ. ιταλ.) 1. πλοίο πυρπολικό. 2. η πυρπόληση: Ο Κανάρης έβαζε μπουρλότα σε τουρκικά πλοία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουρλοτιέρης — ο 1. αυτός που διευθύνει μπουρλότο, ο πυρπολητής 2. (κατ επέκτ.) εμπρηστής 3. μτφ. άνθρωπος ριψοκίνδυνος, που διακινδυνεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουρλότο + κατάλ. ιέρης < ιταλ. κατάλ. iere (πρβλ. κανον ιέρης, τιμον ιέρης)] … Dictionary of Greek
πυρπολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρπόληση ή αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το πυρπολικό ναυτ. πλοίο που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα, το οποίο … Dictionary of Greek
πυρπολικός — ή, ό 1. που αναφέρεται ή ανήκει στην πυρπόληση, εμπρηστικός. 2. το ουδ. ως ουσ., πυρπολικό πλοίο με εύφλεκτες ύλες για την πυρπόληση εχθρικών πλοίων, αλλ. μπουρλότο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)